γαργαριστός

γαργαριστός
-ή, -ό [γαργαρίζω]
1. (για τρεχούμενα νερά) ο γάργαρος, ο διαυγής
2. (για ήχο) α) ο καθαρός, ο μεταλλικός
β) ο βροντερός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”